*του Κων/νου Βαθιώτη*
Εγκαινιάζεται σήμερα μια σειρά κειμένων ρετρό που θα βοηθήσουν τους αναγνώστες να ιχνηλατήσουν την παθολογία της Σκοτεινής Εποχής, στην οποία μας έλαχε να ζήσουμε. Καλή αφύπνιση! Αν και ο χρόνος που μας απομένει φαντάζει ελάχιστος…
Στο τεύχος αριθμ. 8 της «βδομαδιάτικης πολιτικής επιθεώρησης» με τίτλο «το ΄74» (Τρίτη 31 Δεκεμβρίου, Χρονιά πρώτη, Τιμή: δραχμές 10) είχε δημοσιευθεί ένα κείμενο του Γιώργου Σιδέρη, με τον υπέροχο τίτλο «τηβένιοι σκώληκες», το οποίο παράγει στον αναγνώστη την παραίσθηση ότι δεν μιλά για το παρελθόν, δηλαδή την χούντα των συνταγματαρχών, αλλά για το δικό μας παρόν, δηλαδή την χούντα των ιατρών.
Τούτο είναι λογικό να συμβαίνει, δεδομένου ότι ο αρθρογράφος σχολιάζει τον τρόπο λειτουργίας ενός δικτατορικού καθεστώτος, καθώς και την στάση που τηρούν επί δικτατορίας οι ρασοφόροι και η ελίτ του πνεύματος.
Αυτοί ακριβώς είναι οι τηβένιοι σκώληκες, οι οποίοι, όπως γλαφυρά σημειώνει ο αρθογράφος, πάσχουν από:
κακοήθη ελαστικοποίηση στη σπονδυλική τους στήλη απ’ τις πολλές τις υποκλίσεις και τους τεμενάδες.
Χωρίς την ενεργό ή έστω και την παθητική τους παρουσία, καμιά δικτατορία, κανένα είδος τυραννίας δεν θα μπορούσε να στεριώσει και να επιβιώσει για πολύ, παρατηρεί εύστοχα ο Σιδέρης. Θα μπορούσε κάποιος να διανθίσει την καίρια παρατήρησή του, λέγοντας ότι:
οι τηβένιοι σκώληκες είναι τα βδελυρά ασπόνδυλα των πνευματικών ηγητόρων που σφηνώνονται στα γρανάζια της εκάστοτε τυραννίας και αναλαμβάνουν λιπαντική δράση.
Εφόσον, λοιπόν, ζούμε και σήμερα μια πρωτοφανή στην ιστορία της ανθρωπότητας, έξυπνη-πολυμορφική δικτατορία παγκόσμιας εμβέλειας, οι διαπιστώσεις του Σιδέρη έχουν διαχρονική αξία.
Είναι χαρακτηριστική η θέση του ότι:
«τα δικτατορικά καθεστώτα είναι μια απάτη πέρα ώς πέρα», «μια παράσταση λαοσωτήρων, εθνοσωτήρων για το ξεγέλασμα της κοινής γνώμης γενικά, και προπάντων των αφελών».
Κάθε δικτατορικό καθεστώς είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι κατακτά την εξουσία και την διατηρεί, προσποιούμενο ότι ενεργεί για το καλό και την ασφάλεια του λαού· κατά το πασίγνωστο σύνθημα της χιτλερικής προπαγάνδας: “Für Ihre Sicherheit”. Αυτός είναι ο συνήθης λεκτικός δούρειος ίππος των δικτατόρων!
Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαίο ότι, στην εποχή της παγκόσμιας υγειονομικής δικτατορίας, που ξημέρωσε αιφνιδιαστικά και βίαια την 11η Μαρτίου 2020, είδαμε τον έναν ηγέτη μετά τον άλλον να φορούν συντονισμένα την ψυχοπονιάρικη μάσκα τους και με κροκοδείλια δάκρυα να μας εκλιπαρούν να προστατεύσουμε τις γιαγιάδες και τους παππούδες, αλλά και κάθε άλλο αγαπημένο μας πρόσωπο, ακολουθώντας την τακτική του καρότου και του μαστιγίου: από την μια οι υποχρεωτικές ιατρικές πράξεις, από την άλλη οι αποστομωτικές επιδοτήσεις. Όλα, όμως, (υποτίθεται ότι) έγιναν με στόχο το καλό μας, δηλαδή την ασφάλειά μας, που όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν όνειρο άπιαστο για πολίτες αιθεροβάμονες.
Βρε πώς αλλάζουν οι καιροί χάρη σε μια πανδημία που εμφανίσθηκε ως (νεοταξίτικο) μάννα εξ ουρανού!
Σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 1974, ο Γιώργος Σιδέρης κάνει λόγο για «παράσταση» που επί δικτατορίας «δίδεται απ’ όλους τους κομπάρσους. Η ίδια η παράσταση αυτού του είδους απαιτεί όλο το θίασο επί σκηνής και τον καθένα από τους θεατρίνους στον ρόλο που τάχτηκε».
Ως θεατρίνους κατονομάζει:
πρωτίστως τους ρασοφόρους με τα θυμιατά του δόλου, τις παράνομες ορκωμοσίες, τις ευλογίες και τα τρισάγια υπέρ της ανομίας». Ακολουθεί «η ελίτ του πνεύματος με ομιλίες, διαλέξεις, γιορτές, παράτες. Κι όλα δικά τους: έδρες, εκδόσεις, δίκτυα, κανάλια, όλα υπέρ του παρανοϊκού. Όλα υπέρ του τυράννου».
46 χρόνια μετά, λοιπόν, είμαστε στο ίδιο έργο αφελείς θεατές: Άλλαξαν μόνο τα πρόσωπα των κομπάρσων, οι ιδιότητές τους παρέμειναν αναλλοίωτες.
Πνευματική ελίτ και ρασοφόροι, της κάθε τυραννίας κονδυλοφόροι – δίπλα τους, δημοσιογράφοι αιμοβόροι!
Ακολούθως παρατίθεται το άρθρο του Γιώργου Σιδέρη, το οποίο αντιγράφεται εδώ αυτολεξεί από το διασωζόμενο τεύχος που εντοπίσθηκε παραπεταμένο σε μια σκονισμένη γωνιά ενός αθηναϊκού παλαιοβιβλιοπωλείου (διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου, εξαιρουμένων των σημείων όπου παρεισέφρησε παρόραμα).
Οι «τηβένιοι σκώληκες»
Του Γιώργου Σιδέρη
ΚΟΝΤΑ επτά μήνες πέρασαν και η κάθαρση παραμένει ένα παλαϊκό αίτημα χωρίς λύση. Όλοι πια κατάλαβαν πως πάνε σιγά-σιγά να μας αναγκάσουν να ξεχάσουμε κάτι που και να θέλαμε, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ξεχάσουμε.
Το θέμα αυτό δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο των βασανιστών και των τυράννων. Είναι εξ ίσου σοβαρό, επιταχτικό και αναγκαίο και για μια διαφορετική κατηγορία ανθρώπων, τους συμπαραστάτες, τους στυλοβάτες, τους υμνητές ενός νέου Φασισμού, που πέρασε κι άφησε τη δυσοσμία του που σήμερα ακόμα μας πνίγει.
Αυτοί οι διάφοροι στυλοβάτες των τυράννων δεν είχαν γαλόνια, δεν φόραγαν στολή. Μα κι αυτοί σαν και τους άλλους, ολημερίς έπλεκαν τις αλυσίδες που μας αλυσοδένανε πισθάγκωνα…
Είναι ο εσμός των πνευματικών ανθρώπων της πατρίδας μας, που χωρίς την ενεργό ή έστω και την παθητική τους παρουσία, καμιά δικτατορία, κανένα είδος τυραννίας δεν θα μπορούσε να στεριώσει και να επιβιώσει για πολύ!
Πάντα τα τέτοια καθεστώτα είχαν ανάγκη το ψέμα, να το διοχετεύουν στον λαό, για να τον ξεγελούν, να τον αποκοιμίζουν. Μα το ψέμα για νάχει και κάποια πέραση, κάποιο βάρος, για να χάφτεται πιο εύκολα, για νάναι ζαχαρόπηχτο το χάπι πρέπει να το λέει κάποιος που λογαριάζεται για κάποια αξία, πούχει κάποιο όνομα, πούχει τίτλους και διπλώματα.
Τα διχτατορικά καθεστώτα είναι μια απάτη πέρα ώς πέρα. Είναι μια παράσταση «λαοσωτήρων», «εθνοσωτήρων», για το ξεγέλασμα της κοινής γνώμης γενικά και προπάντων των αφελών. Και η παράσταση δίδεται απ’ όλους τους κομπάρσους. Η ίδια η παράσταση αυτού του είδους απαιτεί όλο το θίασο επί σκηνής και τον καθένα από τους θεατρίνους στον ρόλο που τάχτηκε.
Οι Καποράλοι στα τανκς, στις φυλακές και στα ματσούκια. Οι ρασοφόροι με τα θυμιατά του δόλου, τις παράνομες ορκωμοσίες, τις ευλογίες και τα τρισάγια υπέρ της ανομίας. Και η ελίτ του πνεύματος με ομιλίες, διαλέξεις, γιορτές, παράτες. Κι όλα δικά τους: έδρες, εκδόσεις, δίκτυα, κανάλια, όλα υπέρ του παρανοϊκού. Όλα υπέρ του τυράννου. Κι όλα σε βάρος του Προμηθέα λαού κι όλα για το χαντάκωμα της Ελλάδας! Καημένη Πατρίδα! Τι οχιές έθρεψες κι ανάστησες στον κόρφο σου…
Ένας ολάκερος λαός δεινοπαθούσε, σφάζονταν. Σέρνονταν σε φυλακές και ξερονήσια κι αυτοί σκοτώνονταν ποιος θα πρωτοαρπάξει τα παράσημα, από το χέρι πούσταζε ακόμα αίμα, πούχε κάνει ρόζο απ’ το ματσούκι, δέρνοντας και βασανίζοντας τ’ αδέλφια τους.
Ο λαός σε κάθε στιγμή όρθωνε περήφανο τ’ ανάστημά του κι αυτοί είχαν πάθει κακοήθη ελαστικοποίηση στη σπονδυλική τους στήλη απ’ τις πολλές τις υποκλίσεις και τους τεμενάδες.
Ήρωες με τιμημένα σπαθιά σακατεύονταν. Τα νιάτα τα όμορφα, τα τιμημένα της Πατρίδας μας, σκοτώνονταν κάθε μέρα στα Πανεπιστήμια και στους δρόμους. Κι αυτοί οι πνευματικοί μας «ηγήτορες», οι ακαδημαϊκοί μας, οι συγκλητικοί μας συνέρχονταν εκτάκτως σε πανηγυρικές, για να διαδηλώσουν την πίστη τους στην τυραννία! Να δώσουν πνευματική επίφαση, σε ποιους! Στους δολοφόνους των παιδιών μας.
Οι τίμιοι πνευματικοί μας ηγέτες. Οι άξιοι, οι απροσκύνητοι, αυτοί πούχαν κρεμάσει την κάπα τους στην αλιγαριά, σάλπιζαν την αντίσταση. Όρθωναν πρώτοι τα λάβαρα του λυτρωμού. Και κείνοι οι άλλοι, με την υποκρισία, με το ψέμα, με την ύποπτη συναλλαγή, δολοφονούσαν στις ψυχές των ανθρώπων, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, την ιερή ελπίδα για τον λυτρωμό!
Κορυφαίοι πολιτικοί μας, αδάμαστοι, πέθαναν στα σπίτια τους, στις φυλακές, στα ξερονήσια. Κι άλλοι ακόμα πρεσβύτες, πάλλευκοι, βγαίναν τη νύχτα της σφαγής του Πολυτεχνείου και πήγαιναν να συνταχθούν στο πλευρό των ηρώων. Κι αυτοί οι άλλοι, οι τηβένιοι σκώληκες, έπερναν μέρος στις γιορτές της «αρετής των Ελλήνων χριστιανών» και της «Ατλαντικής Συμμαχίας».
Και τώρα, μετά την συντριβή της τυραννίας, μετά το διώξιμο της Μοναρχίας, χαθήκανε από προσώπου γης. Μα κάπου πρέπει η κάθαρση για να τους ξετρυπώσει. Κάπου κάποιος πρέπει να τους βρει, να τους ξυπνήσει απ’ τη χειμερία νάρκη της υποκρισίας.
Η Πολιτεία ας τιμήσει τους ακατάβλητους, τους απροσκύνητους πνευματικούς ηγέτες του έθνους. Τους άλλους, τους προσκυνημένους, ας τους κρεμάσει τα παράσημα που μάζεψαν από Δικτάτορες κι από Μονάρχες, κι ας τους στήσει κάπου, σ’ ένα απ’ τα Μουσεία μας, να περνάει ο Λαός να καμαρώνει το χάλι τους.