*του Κων/νου Βαθιώτη*
Το καλοκαίρι του 1948, από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Ακταίον» στην πλατεία Βασιλέως Γεωργίου της Καλαμάτας, ο Στρατής Μυριβήλης έδωσε από μικροφώνου μια διάλεξη για τον Κομμουνισμό και το παιδομάζωμα με θέμα: «Ο κομμουνισμός και το παιδομάζωμα».
Η διάλεξη εκείνη τυπώθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Λαϊκής Βιβλιοθήκης της Καλαμάτας και σήμερα κυκλοφορεί σε ακριβή ψηφιακή επανατύπωση από τις εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις. Ήδη στις εισαγωγικές σκέψεις του ποιητή καταγράφεται μια μεγάλη αλήθεια:
«Κάθε φορά που μια μεγάλη χαρά ή μια θλίψη έρχεται να συνταράξη ώς τις Εθνικές του ρίζες ένα λαό, τα άτομα που τον αποτελούν αισθάνονται τη βιολογική ανάγκη να συμπλησιαστούν και να συνειδητοποιήσουν όσο περισσότερο μπορούν την ομαδική τους αλληλεγγύη. Το ίδιο γίνεται όταν ένας μεγάλος κίνδυνος σταθεί πάνω από το Εθνικό σύνολο. Τότε κάθε άτομο υπακούει σε μια μυστική, κεντρομόλο δύναμη, που το σπρώχνει να συσπειρωθή γύρω στην κοινή, την παλιά και αγαπημένη εθνική εστία. Το αποτέλεσμα είναι θαυμαστό. Το απομονωμένο άτομο αισθάνεται μέσα του τη δύναμη της ομοιογένειας του συνόλου, ο καθένας γίνεται η συνισταμένη όλων των συγκλινουσών θελήσεων. Μπορεί τώρα πια να δεχτεί κατάστηθα όλη τη χαρά και όλη τη θλίψη της ομάδας. Μπορεί ο καθένας να αντικρύσει τη φοβέρα του κινδύνου με όλη την τρομερή δύναμη των ενωμένων συνειδήσεων. Και αντίθετα πάλι. Το πλήθος των ατόμων που αποτελούν την ομογενή κοινότητα αποχτά ξαφνικά το αίσθημα της ασφάλειας, που ενώνει τις αμέτρητες προσωπικότητες σε μιαν ενιαία σύνθεση. Ο άπειρος αριθμός παραμερίζει τα διαχωριστικά γνωρίσματα και τις επί μέρους διαφορές, και αισθάνεται να συμπτύσσεται σε ένα πολυάνθρωπο και χιλιόψυχο εθνικό υπεράτομο».
Ο Μυριβήλης καταλήγει σε μια πολύ σημαντική διαπίστωση, η οποία είναι εξαιρετικά επίκαιρη στις μέρες μας:
«Κάθε φορά που το Γένος σύσσωμο αιστανθεί αυτό το θαύμα, νοιώθει συγχρόνως πως καμμιά υλική δύναμη δεν μπορεί να το καταπονέσει και να το βάλει κάτω. Αυτό το ξέρουν καλά –καλύτερα από μας– όλοι οι εχθροί που κατά καιρούς επιχείρησαν να εξαφανίσουν την Ελληνική φυλή που στέκεται πεισματικά ριζωμένη πάνω σε τούτο το βράχο σαν τα δυνατά πουρνάρια επί τριάντα αιώνες. Οι παλιοί καταχτητές το ήξεραν από διαίσθηση. Οι σημερινοί το ξέρουν επιστημονικά. Γι’ αυτό και εφαρμόζουν για την υποταγή των λαών ολόκληρο σύστημα μιας ψυχοτεχνικής, σατανικά σοφής, μελετημένης και πειραματισμένης επί τριάντα χρόνια μέσα στα μυστικά εργαστήρια της ψυχολογίας των λαϊκών μαζών. Και γι’ αυτό οι επιθέσεις τους εκδηλώνουνται με λύσσα και μανία ενάντια σε όλους εκείνους τους παράγοντες που αποτελούν τους συνειδησιακούς κρίκους για την Εθνική μας ενότητα. Τη σημαία, τη θρησκεία, το σχολειό, τα ήθη και έθιμα, τη γλώσσα, τα τραγούδια και τις παραδόσεις της οικογένειας».
Εν συνεχεία, ο Μυριβήλης αναφέρεται στον Ναζισμό και «στον νέο τύπο ανθρώπου, που είχε επιτύχει να κατασκευάσει […] όσο κρατούσε η δυναστεία του». Συγκρίνοντάς τον με τον σλαβικό κομμουνισμό επισημαίνει την ακόλουθη διαφορά, χρησιμοποιώντας έναν όρο που σήμερα έχει την τιμητική του: «νέα τάξη»!
Στον Ναζισμό «η κυριαρχία πάνω στην ανθρωπότητα που θα ήταν υποδουλωμένη στη “νέα τάξη” δεν εστηρίζετο σ’ ένα κόμμα, αλλά σε μια προνομιούχο φυλή, που πέρασε ολόκληρη μέσα από το κατηχητικό σύστημα ενός κόμματος, και υπέστη αυτό που οι σλάβοι λένε “διαφοροποίηση”. Δηλαδή έχασε τη συμπόνεση για τον άνθρωπο, και κατήργησε όλες τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η ανθρωπότητα και όλες οι θρησκείες της, ώς σήμερα, για να κάμουν τις σχέσεις των ανθρώπων όσο γίνεται πιο ανθρώπινες».
Προχωρώντας προς το μέσο της διαλέξεώς του, ο Μυριβήλης αρχίζει να μιλά για την «εποχή που γινόταν το παιδομάζωμα, μιαν εποχή άγριας βαρβαρότητας, που οι μητέρες δάκρυζαν αίμα, και οι πατέρες καταργιούνταν την ερωτική χαρά του γάμου που έσπερνε τόση θλίψη και τόσο σπαραγμό μέσα στο σπίτι τους», για να παρατηρήσει από την οπτική του έτους που έδινε την διάλεξή του, δηλαδή το 1948, ότι «ο κόσμος σ’ αυτό το αναμεταξύ προόδεψε».
«Υπάρχουν τώρα διεθνείς ερυθροί Σταυροί, υπάρχουν σύλλογοι προστασίας των ζώων, που δεν επιτρέπουν καν να κρατάς τα πουλερικά από τα πόδια και το κεφάλι κρεμασμένο προς τα κάτω, για να μην υποφέρουν από τούτη την αφύσικη στάση. Υπάρχουν διεθνείς οργανώσεις γυναικών, και ορφανοτροφεία και Υπουργεία περιθάλψεως. Υπάρχουν νόμοι και Δικαστήρια, που προστατεύουν τα παιδιά, ακόμα και από ένα μπάτσο που θα τους δώσει ο γονιός και ο δάσκαλος. Υπάρχουν ακόμα οργανώσεις ευαίσθητων ανθρώπων που έχουν ως μοναδικό σκοπό ν’ αγοράζουν και να ξελευτερώνουν από τα κλουβιά τους τα σκλαβωμένα πουλιά».
Κι όμως, σημειώνει ο Μυριβήλης:
«ο κόσμος που συντηρεί πολυτελή νεκροταφεία για τα σκυλιά και κλινικές για τις έγκυες γάτες», «ο καλοχορτασμένος κόσμος που μας έστειλε τη Βαλκανική επιτροπή παρατηρητών, ο κόσμος του ΟΗΕ και της ημέρας του παιδιού και της Ουνέσκο, ο κόσμος αυτός των υποκριτών και των φαρισαίων, κάθεται και σεργιανίζει το παιδομάζωμα του 1948. Που ατιμάζει όλη την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό της. Σεργιανίζει και συζητεί και γράφει άρθρα και φιλολογίες».
Εστιάζοντας την προσοχή του στα ελληνόπουλα, ο ποιητής αναρωτιέται: Τι κάνουμε εμείς;
«Που έχουμε τα παιδιά μας ακόμα δικά μας, που τ’ακούμε ακόμα να μιλάν και να σκέφτονται Ελληνικά; Εμείς που νιώθουμε όλες αυτές τις χιλιάδες τα Ελληνόπουλα που μας αρπούν μέσ’ από την αγκαλιά μας, τα νιώθουμε δικά μας σπλάχνα, που τα ξεριζώνουν τα χέρια των βαρβάρων; Εμείς που αρνηθήκαμε να υποταχτούμε τόσο στο Γερμανό όσο και στο σλάβο κατακτητή; Εμείς που νιώθουμε δικά μας παιδιά όλα αυτά τα κοριτσάκια που οδηγούνται στην ατίμωση και την αποχτήνωση, εμείς τι κάνουμε; Τι κάνουμε σαν Κράτος; Τι κάνουμε σαν έθνος; Τι κάνουμε σαν εκπρόσωποι του Λαού; Τι κάνουμε σαν λόγιοι, σαν επιστήμονες, σαν μέλη ζωντανά του ζωντανού Ελληνικού Οργανισμού που τεμαχίζεται, που στρεβλώνεται, που μολύνεται, που μαχαιρώνεται και μαγαρίζεται, ώς τα πιο Ιερά, τα πιο άγιά του ύδατα; Φιλολογία κάνουμε. Και ψηφίσματα κάνουμε, που τα δημοσιεύουμε από βραδύς στις εφημερίδες μας, τα διαβάζουμε το πρωί και κοιμούμαστε με ελαφριά συνείδηση το βράδυ».
«Και ανάμεσό μας ανεχόμαστε τους παιδοσυνάχτες του Μάρκου και τις μέγαιρες που εκπορνεύουν κατά διαταγή των σλάβων τις παρθένες Ελληνίδες».
«Τους ανεχόμεθα στα σπίτια μας σαν φίλους ιδεολόγους. Τους ανεχόμεθα και τους χειροκροτούμε στα θέατρά μας σαν προπαγανδιστές. Σαν ηθοποιούς και επιθεωρησεογράφους και σαν σκηνοθέτες και σαν ομιλητές ουδετέρων διαλέξεων».
«Και τους προστατεύουμε σαν βουλευτές. Και τους ενισχύουμε σαν πλούσιοι. Και παίζουμε άνανδρα με ηχηρές λέξεις που τις ρίχνουν οι σλάβοι στους ηλίθιους για δόλωμα και στους προπαγανδιστές τους για δίχτυα. Η δημοκρατία. Και η ελευθερία σκέψεως. Και η αστράτευτη τέχνη. Και ο αγνός ιδεολόγος. Και ο ουδέτερος αριστερός και ο πλερωμένος βιβλιοπώλης που πλασάρει μπροσούρες στους εφήβους. Και ο μυστικός δολοφόνος. Και ο ναρκισσευόμενος αισθηματικός».
«Όλη αυτή η σαπρία είναι υπό την προστασία μας τη φανερή και την κρυφή. Είμαστε ένα φρούριο πολιορκημένο που δίνει το μεγάλο του αγώνα, και μέσα στο φρούριο αλωνίζει ελεύθερα ο εχθρός. Ακόμα δεν πήραμε είδηση πως σήμερα αγωνιζόμαστε για όλους τους αιώνες της υπάρξεώς μας».
«Ας προστατέψουμε λοιπόν τ’ άλλα παιδιά, τα παιδιά της Αθήνας και τα παιδιά της Επαρχίας από το παιδομάζωμα που οργανώνουν κατ’ από τα μάτια μας οι στρατολόγοι των σλάβων».
«Αυτή είναι η νέα γενιά της Ελλάδας για την οποία πρέπει να αγωνιστούμε όλοι. Με πάθος, με φανατισμό, με επιμονή. Τα παιδιά, τα νιάτα. Αυτά είναι το νέο θεμέλιο, η ελπίδα μας για το μέλλον. Αυτό το ξέρει ο σλάβος Ελληνομάχος, γι’ αυτό ζητά να μεταδώσει τη σαπίλα της προπαγάνδας του στο Εθνικό μας θεμέλιο. Αλλιώτικα, όταν θα μεστώσουν λιγάκι οι μικροί γενίτσαροι του παιδομαζώματος που γίνεται στο εξωτερικό και εξαπολυθούν ενάντια στην Πατρίδα μας μόλις θα τους το διατάξει ο σλάβος, θα είναι πια τότε αργά».
Άραγε, πώς θα σχολίαζε ο Μυριβήλης την σημερινή εποχή, που μιμείται τον Ναζισμό και τον «ομογάλακτο αδελφό του», τον κομμουνισμό, ο οποίος «στάθηκε ο δάσκαλος και ο οργανωτής του Ναζισμού»;
Στην αλλόκοτη σημερινή εποχή του υβριδικού υγειοναζισμού, οι δικτάτορες με τις λευκές ρόμπες και οι κυβερνητικοί με τις μαύρες μπότες απομόνωσαν τα άτομα σε ιδιωτική καραντίνα, απαγορεύοντάς τους να «αντικρύσουν τη φοβέρα του κινδύνου με όλη την τρομερή δύναμη των ενωμένων συνειδήσεων». Εν συνεχεία, φόρεσαν στα τρομοκρατημένα άτομα μονά και διπλά φίμωτρα, εξαναγκάζοντάς τα να ανέχονται στα ρουθούνια τους έναν βαμβακοφόρο στυλεό και στις αρτηρίες τους ένα αγνώστου προελεύσεως φάρμακο (που για κάποιους έγινε φαρμάκι), θέτοντάς του το ντοστογιεφσιανό δίλημμα: ψωμί από την μια, Χριστός από την άλλη.
Η συντριπτική πλειονότητα των γονέων παρέδωσε τα παιδιά τους στους σχολικούς αγρούς της Κεραμέως, για να εκπαιδευθούν ως γενίτσαροι του νέου τύπου ανθρώπου, που θα απεμπολήσει τα θεμελιώδη συστατικά στοιχεία του ανθρώπινου πλάσματος, δηλαδή το αυτεξούσιο και την αξία του ανθρώπου, και στην θέση τους θα λατρέψει την ασφάλεια της σωματικής του υγείας, φροντίζοντάς την σύμφωνα με τις προπαγανδιστικές οδηγίες των ιατροφαρμακευτικών εταιρειών.
Η σημερινή υγειοναζιστική νέα τάξη πραγμάτων διαθέτει κι αυτή το δικό της παιδομάζωμα, τα δικά της τάγματα των γενιτσάρων, αλλά έχει τους ίδιους υποκριτές και φαρισαίους με εκείνους που στηλίτευε ο Στρατής Μυριβήλης το 1948.
Ας ξαναδιαβάσουμε τα λόγια του, που μοιάζουν γραμμένα κάποια ημέρα της σατανικής διετίας 2020-2022: «Είμαστε ένα φρούριο πολιορκημένο που δίνει το μεγάλο του αγώνα, και μέσα στο φρούριο αλωνίζει ελεύθερα ο εχθρός. Ακόμα δεν πήραμε είδηση πως σήμερα αγωνιζόμαστε για όλους τους αιώνες της υπάρξεώς μας».
Το ελληνικό φρούριο είναι πολιορκημένο από τους σφουγγοκωλάριους του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ και της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, οι οποίοι, είτε ανήκουν στην ελίτ της πολιτικής είτε σε εκείνη της θρησκευτικής ηγεσίας, έχουν βαλθεί να κατακρημνίσουν τους στύλους του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Τα τσιράκια του διαβόλου, γνωστού και με το παρατσούκλι «αόρατος εχθρός» («χαίρε αοράτων εχθρών αμυντήριον»), αλωνίζουν πράγματι ελεύθερα.
Όπλο του εχθρού για την υποταγή του λαού, σύμφωνα με τον Μυριβήλη, είναι η ψυχοτεχνική: «σατανικά σοφή, μελετημένη και πειραματισμένη επί τριάντα [Σ.Σ.: πλέον εβδομήντα τέσσερα] χρόνια μέσα στα μυστικά εργαστήρια της ψυχολογίας των λαϊκών μαζών». Αυτός είναι και ο λόγος που οι επιθέσεις των επίδοξων κατακτητών «εκδηλώνουνται με λύσσα και μανία ενάντια σε όλους εκείνους τους παράγοντες που αποτελούν τους συνειδησιακούς κρίκους για την Εθνική μας ενότητα».
Και φυσικά, για να κοιμάται ήσυχος ο εχθρός ότι η κατάκτησή του θα αντέξει στο πέρασμα του χρόνου, θα πρέπει να πειράξει τους βλαστούς της κοινωνίας, δηλαδή τα παιδιά. Αλλάζοντας τις συνήθειές τους και ακυρώνοντας τα καθιερωμένα ταμπού, δηλαδή εκπαιδεύοντάς τα εξ αποστάσεως μέσω της οθόνης και εκ του σύνεγγυς με χρήση μάσκας, η κοινωνία –όπως στο δυστοπικό μυθιστόρημα της Λόις Λόουρι «Ο Δωρητής»– θα πάψει να έχει μνήμη, εν προκειμένω: προσωποποιημένων πολιτών, και έτσι θα αυτοπροσδιορίζεται ως ένα αριθμοποιημένο και, επομένως, πανεύκολα χειραγωγήσιμο συνονθύλευμα μαζανθρώπων στερούμενων προσώπου και κατ’ επέκτασιν προσωπικότητας.
Κατόπιν αυτών, ο εν έτει 1948 τίτλος της ομιλίας του Μυριβήλη «Ο κομμουνισμός και το παιδομάζωμα» θα μπορούσε να παραλλαχθεί υπό την εξής μορφή: «Ο κορωνοϊός και το παιδομάζωμα»!
Σημείωση: Συνεπτυγμένη μορφή του ανωτέρω κειμένου δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Δημοκρατία, φ. της 3.7.2022, σελ. 08β/24.