

Discover more from Critical Thinking
Ήταν ο SARS-CoV-2 εντελώς νέος ή ιδιαίτερα θανατηφόρος;
Αξιολόγηση των κεντρικών θεμάτων της εποχής της Covid
*των Thomas Verduyn, Dr Todd Kenyon and Dr Jonathan Engler*
Στα προηγούμενα άρθρα αυτής της μίνι σειράς σχετικά με τους υπερβολικούς θανάτους, εξετάσαμε πόσο αποτελεσματικοί ήταν οι εμβολιασμοί για την Covid [1, 2] και επίσης πόσο κακό ήταν το “πρώτο κύμα” στην πόλη της Νέας Υόρκης. Υπάρχουν καλοί λόγοι για τους οποίους επιλέξαμε να ασχοληθούμε πρώτα με αυτά τα δύο θέματα. Ένας λόγος είναι ότι μια ειλικρινής ματιά σε αυτά τα ζητήματα βοηθά στην καθιέρωση μιας ισορροπημένης κατανόησης του τι θα μπορούσε να οδηγεί τους υπερβάλλοντες θανάτους από το 2020.
Ένας άλλος λόγος είναι ότι και τα δύο θέματα ήταν κεντρικά στην επίσημη αφήγηση, που προερχόταν από κυβερνητικές πηγές και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Μας είπαν ότι το όλο νόημα των lockdown ήταν να καθυστερήσει η εξάπλωση του SARS-CoV-2 μέχρι να αναπτυχθεί ένα εμβόλιο, που θα μας γλίτωσε από κατακλυσμένα νοσοκομεία, όπως αυτό που συνέβη σε μέρη όπως η Νέα Υόρκη και η Ιταλία.
Όπως αποδείχθηκε, και για να το θέσω ήπια, τα εμβόλια γισ την Covid δεν απέδωσαν και τόσο καλά όσο μας υποσχέθηκαν. Δυστυχώς, η επιβάρυνση των ανεπιθύμητων ενεργειών που προκλήθηκαν από τα πειραματικά εμβόλια αποδείχθηκε χειρότερη από της ασθένειας. Επιπλέον, από μια προσεκτική εξέταση του αριθμού υπερβαλλόντων θανάτων στην πόλη της Νέας Υόρκης στις αρχές του 2020 και ειδικότερα από τη σύγκριση με αυτό που συνέβη στο Diamond Princess, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η τραγωδία στη Νέα Υόρκη δεν ήταν συμβατή με την εξάπλωση ενός ιού όπως ο SARS-CoV-2, πόσο μάλλον με οποιοδήποτε άλλο γενικά ήπιο αναπνευστικό ιό.
Όλα αυτά μας πιέζουν να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να αντιμετωπίσουμε το κεντρικό θέμα της αφήγησης της εποχής της Covid, δηλαδή την ιδέα ότι ο SARS-CoV-2 είναι ένας νέος ιός που είναι ιδιαίτερα θανατηφόρος, τόσο θανατηφόρος, που χρειάστηκαν δραστικά μέτρα για τον περιορισμό του. Ξεκινάμε με μια ματιά στην ιδέα ότι ο ιός είναι νέος.
1. Πόσο νέος είναι ο SARS-CoV-2;
Στον τομέα της ιολογίας, ο όρος “νέος ιός” συνήθως σημαίνει ότι ο ιός ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Αυτός ο ορισμός, φυσικά, δεν μας λέει απολύτως τίποτα για το πότε υπήρξε για πρώτη φορά ο ιός.
Έτσι, για παράδειγμα, ο πρώτος ανθρώπινος κορωνοϊός βρέθηκε το 1961. Ονομάστηκε B814 και αναγνωρίστηκε ως μία αιτία του κοινού κρυολογήματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος κορωνοϊός, που προκαλεί κρυολόγημα, εμφανίστηκε ξαφνικά εκείνη τη χρονιά.
Όχι και μάλλον σημαίνει μόνο ότι κάποιος τον βρήκε τελικά τότε. Η ικανότητα απομόνωσης, αναγνώρισης και αλληλουχίας ιών RNA είναι μια σχετικά νέα επιστήμη. Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τη διαδικασία που χρησιμοποιείται σε μηχανές PCR χορηγήθηκε για πρώτη φορά το 1987.
Ήταν το 2003, μόλις πριν από 20 χρόνια, που αναλύθηκε η αλληλουχία του πρώτου ανθρώπινου γονιδιώματος αναφοράς. Παρά τις προσπάθειες πολλών επιστημόνων, η ανθρωπότητα δεν έχει ακόμη αναλύσει την αλληλουχία κάθε ιού στον πλανήτη Γη.
Είναι πολύ πιθανό να μην το κάνουμε ποτέ.
Ως αποτέλεσμα, δεν είμαστε σε θέση να ισχυριστούμε πότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά ένας συγκεκριμένος ιός (ή στέλεχος ενός ιού). Ακόμα κι αν η αλληλουχία ενός ιού μπορούσε να αποδείξει πέρα από εύλογη αμφιβολία ότι κατασκευάστηκε σε εργαστήριο, εκτός κι αν είχαμε εργαστηριακά αρχεία για να αποδείξουμε πότε φτιάχτηκε, θα ήταν ακόμα σχεδόν αδύνατο να προσδιοριστεί πότε μόλυνε για πρώτη φορά κάποιον.
Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε ένα χρονικό πλαίσιο, χρησιμοποιώντας δοκιμές αντισωμάτων που εφαρμόζονται σε αποθηκευμένα δείγματα. Το γεγονός ότι ο SARS-CoV-2 είναι ένας σχετικά ήπιος ιός, με συμπτώματα παρόμοια με αυτά που προκαλεί η γρίπη, επιδεινώνει την πρόκληση. Το μόνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για αυτόν τον ιό είναι ότι τα εργαστήρια άρχισαν για πρώτη φορά τις δοκιμές για αυτόν στις αρχές του 2020.
Το πραγματικό πρόβλημα με όλα αυτά είναι ότι, κατά την εποχή της Covid, ο όρος “νέος ιός” χρησιμοποιήθηκε από πολλά μέσα (συμπεριλαμβανομένων πανεπιστημίων, επιστημονικών περιοδικών, μέσων ενημέρωσης και κυβερνητικών αξιωματούχων), για να σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό από το “ανακαλύφθηκε πρόσφατα”.
Για παράδειγμα, ο ιστότοπος GoodRx έχει ένα άρθρο στο οποίο οι συγγραφείς λένε ότι:
“ο SARS-CoV-2, ο ιός που προκαλεί την COVID-19, είναι ένας “νέος κορωνοϊός”. Αυτό σημαίνει ότι είναι διαφορετικός από όλους τους ιούς σαν αυτόν”.
Συνεχίζουν λέγοντας ότι:
“Στην ιατρική, το “νέο” αναφέρεται σε έναν ιό ή ένα βακτήριο που δεν ήταν γνωστό ότι επηρεάζει τους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι το παθογόνο είναι είτε ολοκαίνουργιο, είτε βρέθηκε μόνο σε ζώα ή σε άλλες μορφές ζωής”.
Ομοίως, ο Δρ. Ταμ, ο επικεφαλής ιατρός του Καναδά, έγραψε πρόσφατα:
“Τον Μάρτιο του 2020, ο Καναδάς βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα… λοιμογόνο παθογόνο… για το οποίο δεν υπήρχε φυσική ανοσία… ούτε αποτελεσματικά αντιιικά”.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η επίσημη αφήγηση δεν ήταν μόνο ότι ο SARS-CoV-2 ανακαλύφθηκε πρόσφατα, αλλά ότι δεν υπήρχε πριν από τα τέλη του Δεκεμβρίου 2019, ήταν διαφορετικός από άλλους ιούς, ήταν πρόσφατα ικανός να μολύνει ανθρώπους, ήταν εντελώς άγνωστος στο ανοσοποιητικό μας σύστημα και ήταν εκτός του πεδίου αυτών που ήξεραν να θεραπεύουν οι γιατροί.
Αληθεύει κάποιος από αυτούς τους ισχυρισμούς;
Εκτός από το γεγονός ότι εντοπίστηκε πρόσφατα, οι άλλοι ισχυρισμοί είναι είτε ψευδείς, είτε αμφίβολοι στην καλύτερη περίπτωση. Είναι χρήσιμο να εξετάζεται κάθε αξίωση από μόνη της.
Ξεκινάμε με μια σύντομη έρευνα για την πιθανότητα ύπαρξης του SARS-CoV-2 πριν από τον Δεκέμβριο του 2019. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι ο SARS-CoV-2 υπήρχε πολύ πριν τραβήξει ξαφνικά τη διεθνή προσοχή. Για παράδειγμα, αναζητώντας στα δημόσια αρχεία δεδομένων αλληλουχίας, μια ομάδα ερευνητών διαπίστωσε ότι τα δείγματα εδάφους που συλλέχθηκαν στην Ανταρκτική μεταξύ Δεκεμβρίου 2018 και Ιανουαρίου 2019, περιείχαν “θραύσματα αλληλουχίας που ταιριάζουν με το γονιδίωμα αναφοράς του SARS-CoV-2…”.
Αυτό ήταν τόσο αντίθετο με την επίσημη αφήγηση, που οι συγγραφείς αργότερα πρότειναν ότι έπρεπε να οφείλεται σε θέματα μόλυνσης του εργαστηρίου. Όμως τα ευρήματά τους δεν ήταν μοναδικά.
Για παράδειγμα, εξετάζοντας δείγματα ανθρώπινου αίματος που ελήφθησαν στην Ιταλία πριν από την εποχή της Covid, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2019 ορισμένα άτομα (κανένα από τα οποία δεν ήταν άρρωστο εκείνη την εποχή) είχαν ειδικά αντισώματα για τον SARS-CoV-2 στο αίμα τους [1, 2, 3, 4]. Επομένως, υπάρχουν καλές ενδείξεις ότι ο ιός υπήρχε πολύ πριν τραβήξει την προσοχή.
Δεύτερον, ήταν τόσο διαφορετικός ο SARS-CoV-2 από άλλους ιούς; Το ίδιο το γεγονός ότι ο ιός ονομάστηκε “SARS-CoV-2”, μας πληροφορεί ότι οι ιολόγοι πιστεύουν ότι είναι αρκετά παρόμοιος με τον SARS-CoV, ώστε να μην δικαιολογείται καν ένα εντελώς νέο όνομα.
Πράγματι, οι δύο ιοί λέγεται ότι μοιράζονται “ταυτότητα αλληλουχίας 79,5%”. Παρά τη διαφορά του 20,5% και την πάροδο 17 ετών, μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που είχαν μολυνθεί με SARS-CoV:
“διαθέτουν μακροχρόνια Τ κύτταρα μνήμης… που εμφάνιζαν ισχυρή διασταυρούμενη αντιδραστικότητα στην N-πρωτεΐνη του SARS-CoV-2”.
Επομένως, αν και έχει διαφορές, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι αυτός ο ιός είναι τόσο διαφορετικός από άλλους κορωνοϊούς.
Τρίτον, ήταν αυτός ο ιός πρόσφατα ικανός να μολύνει ανθρώπους;
Για να απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση, μπορεί να βοηθήσει να εξετάσουμε τον RaTG13, έναν κορωνοϊό νυχτερίδας που λέγεται ότι είναι ο πλησιέστερος στον ιό μας. Οι δύο ιοί αναφέρεται ότι είναι παρόμοιοι κατά 96%.
Παρόλο που θεωρείται συνήθως ότι οι κορωνοϊοί νυχτερίδας δεν μπορούν να μολύνουν τους ανθρώπους χωρίς τροποποίηση του RNA τους ή μέσω ενός ενδιάμεσου ξενιστή, είναι πιθανό να μεταπηδούν στους ανθρώπους συνεχώς, χωρίς να μας αρρωσταίνουν. Για παράδειγμα, μια μελέτη που έγινε το 2018, βρήκε καλά στοιχεία για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι κορωνοϊοί των νυχτερίδων είναι ικανοί να μολύνουν τους ανθρώπους τακτικά, σημειώνοντας επίσης ότι “οι λοιμώξεις ήταν υποκλινικές ή προκάλεσαν μόνο ήπια συμπτώματα”.
Αντίθετα, πειράματα με δείγματα αίματος εργαζομένων στον τομέα της υγείας που είναι γνωστό ότι είχαν Covid, έδειξαν αποτελεσματική εξουδετέρωση του RaTG13. Ιδιαίτερη σημασία από αυτή την άποψη έχει το ελάχιστα γνωστό γεγονός ότι το τεστ PCR για την Covid, όπως σχεδιάστηκε από τον Drosten, επιβεβαιώθηκε αρχικά διασφαλίζοντας ότι ανίχνευσε κορωνοϊούς από “νυχτερίδες στην Ευρώπη και την Ασία”.
Με άλλα λόγια, ένα θετικό τεστ PCR μπορεί να έδειχνε τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την παρουσία ενός αβλαβούς κορωνοϊού νυχτερίδας, που είναι ήδη ενδημικός στους ανθρώπους. Αν και το τεστ του Drosten αντικαταστάθηκε αργότερα από άλλα τεστ, η επίσημη αφήγηση προέκυψε γρήγορα από την ανίχνευση περιπτώσεων, χρησιμοποιώντας το τεστ του Drosten.
Δυστυχώς, δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό αυτό επηρέασε τα πρώιμα αποτελέσματα των δοκιμών. Σε κάθε περίπτωση, σίγουρα δεν είναι νέο ότι ένας ιός αυτού του είδους θα μπορούσε να μολύνει ανθρώπους.
Τέταρτον, είναι αυτός ο ιός εντελώς άγνωστος στο ανοσοποιητικό μας σύστημα;
Σίγουρα όχι, γιατί ήταν γνωστό από νωρίς στην εποχή της Covid ότι ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων είχε ανοσία σε αυτόν τον υποτιθέμενο νέο ιό. Παρατηρήσαμε ότι μόνο το 19% (712 από 3.711) των ανθρώπων που επέβαιναν στο κρουαζιερόπλοιο Diamond Princess βρέθηκαν θετικοί στον ιό και από αυτούς μόνο ένα μικρότερο ποσοστό αρρώστησε στην πραγματικότητα. Ομοίως, μια ομάδα ερευνητών από τη Σιγκαπούρη “εντόπισε Τ-λεμφοκύτταρα ειδικά για τον SARS-CoV-2 σε άτομα χωρίς ιστορικό SARS [ή] Covid-19”. Είναι αξιοσημείωτο ότι εντόπισαν επίσης Τ-κύτταρα σε άτομα που δεν είχαν καμία γνωστή επαφή με κανέναν που είχε είτε SARS, είτε Covid.
Ομοίως, μια μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο διαπίστωσε ότι πολλοί εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης ήταν επανειλημμένα αρνητικοί, παρά την επανειλημμένη έκθεση στην Covid. Οι συγγραφείς αυτής της μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι:
“ορισμένα άτομα μπορεί να καθαρίσουν την υποκλινική λοίμωξη πριν από την ορομετατροπή”.
Γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι δεν κόλλησαν ποτέ Covid; Πολλοί ερευνητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα ήταν αποτέλεσμα Τ-κυττάρων μνήμης από προηγούμενη μόλυνση με κοινό κρυολόγημα ή γρίπη [1, 2, 3, 4].
Τι ποσοστό των ανθρώπων είχε επαρκή προηγούμενη ανοσία για την πρόληψη της ασθένειας;
Οι ίδιοι ερευνητές βρήκαν ότι ήταν περίπου 50%. Για παράδειγμα, μια μελέτη από τους Grifoni et al.
“ανίχνευσε Τ-κύτταρα CD4+ που αντιδρούν με τον SARS-CoV-2 σε ~ 40% – 60% των μη εκτεθειμένων ατόμων, υποδηλώνοντας διασταυρούμενη αντίδραση Τ-λεμφοκυττάρων μεταξύ κυκλοφορούντων κορωνοϊών κοινού κρυολογήματος και SARS-CoV-2”.
Με άλλα λόγια, περίπου ο μισός πληθυσμός προοριζόταν να μην αρρωστήσει ποτέ αισθητά από την Covid για τον απλό λόγο ότι πρόσφατα κρυολόγησε. Ούτε αυτό είναι ιδιαίτερα εκπληκτικό, καθώς ήταν γνωστό ότι ο αρχικός ιός SARS είχε επίσης διασταυρούμενη αντίδραση με άλλους κορωνοϊούς. Έτσι, ο ιός δεν ήταν εντελώς νέος για το ανοσοποιητικό μας σύστημα.
Πέμπτον, ήταν αυτός ο ιός νέος για τους γιατρούς;
Όπως προκύπτει από το γεγονός ότι η Covid υπήρχε πολύ πριν από τον Μάρτιο του 2020, είναι σχεδόν βέβαιο ότι προτού πουν στους γιατρούς ότι είχαν να κάνουν με έναν νέο ιό που υποτίθεται ότι δεν ήξεραν πώς να θεραπεύσουν, θα πρέπει να αντιμετώπιζαν την Covid χωρίς να το ξέρουν, σαν να επρόκειτο για κάποια φυσιολογική αναπνευστική ή γριππώδη ασθένεια.
Εξ όσων γνωρίζουμε, δεν υπάρχει κανένα αρχείο γιατρών που να αναφέρουν ασυνήθιστη αύξηση των μη θεραπεύσιμων αναπνευστικών παθήσεων, τουλάχιστον έως ότου ο ΠΟΥ κήρυξε επίσημα την Covid ως πανδημία. Ακόμη και αφού οι γιατροί ενημερώθηκαν ότι επρόκειτο για μια εντελώς νέα ασθένεια, τα πρωτόκολλα θεραπείας αναπτύχθηκαν γρήγορα σε πολλά σημεία [1, 2, 3].
Συνοπτικά, ο SARS-CoV-2 ήταν “νέος” μόνο με την έννοια ότι ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 2020. Είναι βέβαιο ότι υπήρχε παγκοσμίως για τουλάχιστον έξι μήνες πριν από αυτό. Ήδη από τον Ιανουάριο του 2020 περίπου ο μισός πληθυσμός της γης είχε ανοσία σε αυτόν τον ιό. Ούτε ήταν η Covid εκτός των παραμέτρων των γνωστών θεραπειών που ήταν διαθέσιμες για ασθένειες του αναπνευστικού. Αυτά τα γεγονότα θα έπρεπε να ήταν στο επίκεντρο των ειδήσεων των μέσων ενημέρωσης και θα έπρεπε να είχαν ισχυρή επιρροή στις κυβερνητικές πολιτικές. Δυστυχώς, όλες αυτές οι πληροφορίες θάφτηκαν.
Φυσικά, αν η Covid δεν ήταν νέα ασθένεια, είναι αδύνατο να είχε προκαλέσει υπερβάλλοντες θανάτους το 2020. Από αυτό το συμπέρασμα προκύπτει ότι όλοι οι υπερβάλλοντες θάνατοι πρέπει να έχουν προκληθεί από άλλους παράγοντες.
2. Πόσο θανατηφόρα ήταν η Covid;
Όπως μόλις επισημάνθηκε, τουλάχιστον ο μισός πληθυσμός είχε ουσιαστικά ανοσία στην Covid. Για αυτούς τους ανθρώπους η Covid δεν ήταν θέμα.
Τι γίνεται με τον άλλο μισό; Πόσο θανατηφόρα ήταν για αυτούς; Κεντρικό στοιχείο για μια σωστή απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι το γεγονός ότι το ανοσοποιητικό μας σύστημα έρχεται συνεχώς αντιμέτωπο με νέες πρωτεΐνες. Η επιβίωσή μας δεν εξαρτάται από το ότι τα έχουμε δει ή κάτι παρόμοιο στο παρελθόν.
Αντίθετα, το ανοσοποιητικό σύστημα μαθαίνει από όλο το ξένο υλικό, θυμάται την εμπειρία και χρησιμεύει στο να κάνει τις μελλοντικές συναντήσεις λιγότερο αξιοσημείωτες. Σίγουρα όχι σε βαθμό που να προκαλεί έναν κατακλυσμό όπως έχουμε δει πρόσφατα.
Σε προηγούμενο άρθρο αυτής της σειράς αναφέραμε ένα ενημερωτικό δελτίο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που υπολόγιζε το ποσοστό θνησιμότητας από μόλυνση (IFR) της Covid σε 0,23%. Το ίδιο δελτίο ανέφερε επίσης ότι μπορεί να είναι σημαντικά μικρότερο από αυτό. Καθώς συσσωρεύτηκαν δεδομένα, το IFR βρέθηκε πράγματι χαμηλότερο, συγκλίνοντας τελικά σε παγκόσμιο μέσο όρο περίπου 0,15%. Για άτομα κάτω των 70 ετών, το μέσο IFR της Covid μειώνεται στο 0,07%.
Φυσικά, αυτές οι εκτιμήσεις καθορίστηκαν χρησιμοποιώντας πληροφορίες από πιστοποιητικά θανάτου και αποτελέσματα δοκιμών PCR, τα οποία (όπως θα εξηγηθεί παρακάτω) μπορεί να έχουν εισαγάγει σημαντικά πληθωριστικά σφάλματα στα αποτελέσματα. Το IFR της Covid μπορεί επομένως να είναι πολύ μικρότερο από 0,15%.
Επιπλέον, είναι καλά τεκμηριωμένο ότι η σοβαρή ασθένεια Covid γενικά συνδέεται με άτομα με υποκείμενες ιατρικές παθήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι είναι σπάνια σε υγιή άτομα.
Για παράδειγμα, μια μελέτη που εξέτασε περισσότερα από μισό εκατομμύριο άτομα που νοσηλεύτηκαν στις ΗΠΑ με Covid, διαπίστωσε ότι το 94,9% “είχε τουλάχιστον μία υποκείμενη ιατρική κατάσταση”.
Ωστόσο, για λόγους επιχειρηματολογίας, ας αποδεχτούμε αυτές τις εκτιμήσεις στην ονομαστική τους αξία και ας προχωρήσουμε να ρωτήσουμε πώς συγκρίνεται η Covid με τη γρίπη;
Το IFR της γρίπης θεωρείται γενικά ότι είναι περίπου 0,1% και σε μια τυπική εποχή περίπου το 8% των Αμερικανών αρρωσταίνουν από τη γρίπη.
Σε ό,τι αφορά την Covid, παρά τον πρωτοφανή αριθμό των ανθρώπων που δοκιμάστηκαν για αυτόν τον ιό, ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων Covid στις ΗΠΑ το 2020 ανήλθε σε 19,2 εκατομμύρια, ή περίπου το 5,7% του πληθυσμού. Έτσι, με όλες τις μετρήσεις φαίνεται ότι η Covid το 2020 ήταν στο ίδιο ή μικρότερο επίπεδο από μια κανονική περίοδο γρίπης.
Το γεγονός ότι η Covid δεν είναι μια ιδιαίτερα θανατηφόρα ασθένεια ήταν γνωστό από τις αρχές του 2020. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσε επίσημα ότι “από τις 19 Μαρτίου 2020, η Covid-19 δεν θεωρείται πλέον HCID στο Ηνωμένο Βασίλειο”.
Το ακρωνύμιο HCID σημαίνει “λοιμώδεις ασθένειες υψηλών συνεπειών”. Επομένως, για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, το υπέροχο και εξαιρετικά περίπλοκο ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα ήταν κάτι παραπάνω από επαρκές για την καταπολέμηση της λοίμωξης από την Covid.
Αν στην πραγματικότητα η Covid ήταν τόσο κακή όσο μια κανονική περίοδος γρίπης, γιατί συγκέντρωσε τόση προσοχή; Και γιατί οι πίνακες ελέγχου της κυβέρνησης υποδηλώνουν ότι η Covid προκαλεί εκατομμύρια υπερβολικούς θανάτους ανά τον κόσμο;
Η απάντηση στο πρώτο από αυτά τα δύο ερωτήματα θα πρέπει να αναβληθεί για επόμενο άρθρο. Όσον αφορά τη δεύτερη ερώτηση, είναι χρήσιμο να δούμε λίγο πιο προσεκτικά τους υπερβάλλοντες θανάτους το 2020.
Μια πρόσφατη μελέτη των Levitt et al ανέλυσε τα ποσοστά θνησιμότητας από κάθε αιτία σε 33 χώρες από το 2009 έως το 2021. Διαπίστωσαν ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου 13 ετών, το έτος 2020 ήταν το χειρότερο έτος με τη μεγαλύτερη θνησιμότητα μόνο για τέσσερις χώρες:
“Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, Ισπανία και Βέλγιο”.
Άλλες 10 χώρες είχαν “την υψηλότερη θνησιμότητα το 2021”. Οι ΗΠΑ και η Πολωνία ήταν οι χειρότερες. Όσον αφορά τις υπόλοιπες 19 χώρες, είτε το 2009, είτε το 2010 είχαν την υψηλότερη θνησιμότητα.
Υπήρχε κάτι ιδιαίτερο το 2009 που το έκανε τη χειρότερη χρονιά για περισσότερες από τις μισές χώρες; Στην πραγματικότητα, βρέθηκε ότι ήταν η χειρότερη για δύο απλούς λόγους: τα ποσοστά θνησιμότητας γενικά μειώνονται με την πάροδο του χρόνου και το 2009 είναι τόσο πολύ πίσω όσο προχώρησε η μελέτη.
Ενδιαφέρον είναι ότι το 2009 ο ΠΟΥ κήρυξε πανδημία λόγω του ιού H1N1. Ωστόσο, δεν προέκυψε τίποτα ιδιαίτερο, καθώς
“ο συνολικός αριθμός θανάτων που σχετίζονται με τη γρίπη παγκοσμίως… αποδείχθηκε παρόμοιος με τον αριθμό σε ένα σχετικά ήπιο έτος εποχικής γρίπης”.
Το γεγονός ότι το 2020 ήταν η χειρότερη χρονιά μόνο για 4 από αυτές τις 33 χώρες, ενισχύει το συμπέρασμά μας ότι η Covid ήταν τόσο κακή, όσο μια κανονική περίοδος γρίπης. Το γεγονός ότι το 2021 ήταν η χειρότερη χρονιά για 10 χώρες συμβάλλει στην ενίσχυση των προηγούμενων ευρημάτων μας ότι τα εμβόλια για την Covid έκαναν πολύ λίγα για την πρόληψη των θανάτων από Covid και αντ' αυτού προκάλεσαν πολλούς θανάτους από ανεπιθύμητα συμβάντα.
3. Ζητήματα δεδομένων Covid
Πώς είναι δυνατόν μια ανάλυση θνησιμότητας να φαίνεται ότι έρχεται σε αντίθεση με αναφορές για εκατομμύρια κρούσματα και θανάτους από Covid; Υπάρχουν αρκετοί καλοί λόγοι για αυτήν την προφανή ασυμφωνία.
Για αρχή και όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο άρθρο, στις 20 Απριλίου 2020 ο ΠΟΥ έδωσε εντολή να γίνουν αλλαγές στον τρόπο συμπλήρωσης των πιστοποιητικών θανάτου. Το έγγραφο ανέφερε ότι:
“ο θάνατος λόγω Covid-19 ορίζεται για σκοπούς επιτήρησης ως θάνατος που προκύπτει από μια κλινικά συμβατή ασθένεια”.
Με άλλα λόγια, δεδομένου ότι η γρίπη έχει συνήθως πανομοιότυπα συμπτώματα με την Covid, οι θάνατοι από τη γρίπη έπρεπε να χαρακτηρίζονται ως θάνατοι από Covid. Αν και αυτό μπορεί να είναι χρήσιμο για “σκοπούς επιτήρησης”, δεν μας βοηθά να προσδιορίσουμε εάν η Covid προκάλεσε υπερβάλλοντες θανάτους. Ούτε είναι χρήσιμο για ακριβείς συγκρίσεις μεταξύ της Covid και της γρίπης. Και σίγουρα δυσκολεύει τον υπολογισμό του IFR της Covid.
Το έγγραφο του ΠΟΥ συνέχισε λέγοντας:
"Ένας θάνατος λόγω Covid-19 δεν μπορεί να αποδοθεί σε άλλη ασθένεια (πχ. καρκίνος)... Να εφαρμόζετε πάντα αυτές τις οδηγίες, είτε μπορούν να θεωρηθούν ιατρικά σωστές, είτε όχι".
Επομένως, ακόμα κι αν ο καρκίνος ήταν η πραγματική αιτία θανάτου, αν το άτομο ήταν απλά θετικό στο τεστ για Covid, το πιστοποιητικό θανάτου θα έγραφε ότι η Covid ήταν η αιτία θανάτου του. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής πολιτικής είναι ότι ο αριθμός των θανάτων που προκαλούνται από την Covid έχει υπερμετρηθεί σημαντικά στις περισσότερες χώρες [1, 2, 3].
Αυτό που δεν επηρεάστηκε από την αλλαγή του πρωτοκόλλου ήταν πόσοι άνθρωποι πέθαναν από όλες τις αιτίες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι μελέτες θνησιμότητας για όλες τις αιτίες είναι τόσο σημαντικές κατά την εποχή της Covid.
Ένα άλλο ζήτημα που θολώνει τα νερά είναι το τεστ PCR, που χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό ενός κρούσματος Covid. Παρά το γεγονός ότι το τεστ PCR βασίζεται σε αξιοσημείωτη τεχνολογία, έχει διάφορα μειονεκτήματα όταν χρησιμοποιείται, όπως χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία κρουσμάτων Covid. Εν συντομία, μερικά τέτοια ζητήματα είναι:
Εάν το όριο κύκλων είναι πολύ υψηλό, θα επιστρέψει μεγάλο αριθμό ψευδώς θετικών.
Καθώς ο επιπολασμός της νόσου μειώνεται, ο κίνδυνος ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων αυξάνεται [1, 2].
Ο αριθμός και ο τύπος των εκκινητών που χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση της παρουσίας του SARS-CoV-2 έχει τη δυνατότητα να συλλέξει θραύσματα που προέρχονται από κάποια άλλη πηγή [1, 2]. Όπως είδαμε παραπάνω, οι αβλαβείς κορωνοϊοί νυχτερίδων μπορεί να δώσουν ψευδώς θετικό.
Το τεστ PCR είναι ικανό να εντοπίσει θραύσματα ιού ή άθικτο ιό στον αεραγωγό, αλλά δεν μπορεί να προσδιορίσει εάν ένα άτομο έχει όντως μολυνθεί με την Covid. Δεδομένου ότι δεν απαιτούνταν να υπάρχουν κλινικά συμπτώματα, πολλά μη μολυσμένα άτομα βρέθηκαν ψευδώς θετικά [1, 2].
Κάθε ζήτημα που αναφέρεται παραπάνω, έχει την τάση να διογκώνει τους θανάτους από Covid.
4. Η Covid στον Καναδά
Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια προοπτική και για να συνδέσουμε όλες αυτές τις ιδέες, είναι σκόπιμο να εξετάσουμε μια συγκεκριμένη χώρα με περισσότερες λεπτομέρειες ως παράδειγμα. Ας αναλογιστούμε τον Καναδά. Οι στατιστικές του Καναδά καταγράφουν ότι 16.151 θάνατοι το 2020 αποδόθηκαν στην Covid. Αυτός είναι ελαφρώς υπερδιπλάσιος του αριθμού των θανάτων που αποδίδονται σε “γρίπη και πνευμονία” κατά μέσο όρο στον Καναδά (7.304 θάνατοι/έτος).
Πώς είναι δυνατόν η Covid να ήταν περισσότερο από δύο φορές πιο θανατηφόρα από τη γρίπη, αν οι δύο ασθένειες είναι περίπου ίδιες; Η απάντηση είναι είτε ότι ο αριθμός των θανάτων από Covid υπερμετρήθηκε λόγω όλων των ζητημάτων που μόλις αναφέρθηκαν, είτε ότι οι θάνατοι από γρίπη υποδιαγνώστηκαν στο παρελθόν.
Δυστυχώς, τώρα είναι σχεδόν αδύνατο να προσδιοριστεί το ακριβές ποσοστό σφάλματος. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη μόνο το τελευταίο από τα θέματα της παραπάνω λίστας, είναι δυνατό να αποδειχθεί πόσο σημαντικός είναι πραγματικά ο παράγοντας του πληθωρισμού.
Ο Δρ. Bullard, επικεφαλής του επαρχιακού εργαστηρίου στο Winnipeg της Manitoba, κατέθεσε ότι οι δοκιμές PCR δεν επαληθεύουν τη μόλυνση και ότι δεν προορίζονταν ποτέ να χρησιμοποιηθούν για τη διάγνωση αναπνευστικών ασθενειών. Συνέχισε λέγοντας ότι περίπου το 56% των θετικών στον Καναδά ανήκε σε άτομα που δεν είχαν μολυνθεί από την Covid.
Εάν δεχθούμε αυτό το ποσοστό, κατά πάσα πιθανότητα τουλάχιστον το 56% των θανάτων που αποδίδονται στην Covid στον Καναδά ήταν αποτέλεσμα ψευδώς θετικών. Η εφαρμογή αυτού του ποσοστού σφάλματος στους θανάτους από Covid στον Καναδά το 2020 μειώνει τον αριθμό των θανάτων σε 7.106.
Σημειώνεται εδώ ότι ο αριθμός αυτός είναι ελαφρώς χαμηλότερος από τον ετήσιο μέσο όρο θανάτων από γρίπη τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια. Εάν χρησιμοποιήσουμε αυτό το προσαρμοσμένο ποσό και σχεδιάσουμε τη θνησιμότητα στον Καναδά το 2020 με τις 15 κύριες αιτίες θανάτου, μπορούμε να δούμε τη σχετική σημασία της Covid στον Καναδά.

Η θνησιμότητα από την Covid προσαρμόστηκε κατά 56%, για να ληφθούν υπόψη τα ψευδώς θετικά.
Στην Εικόνα 1 παραπάνω, ο καρκίνος και τα καρδιακά προβλήματα ξεπερνούν όλες τις άλλες αιτίες θανάτου. Ο αριθμός των θανάτων που αποδίδονται σε γρίπη και πνευμονία είναι αρκετές χιλιάδες κάτω του μέσου όρου.
Αυτό προέκυψε από το γεγονός ότι, σύμφωνα με την εντολή του ΠΟΥ, πολλοί θάνατοι που κανονικά θα είχαν ταξινομηθεί ως γρίπη χαρακτηρίστηκαν ως Covid, επειδή και οι δύο είναι κλινικά συμβατές ασθένειες.
Επίσης, τα καναδικά εργαστήρια άλλαξαν τον τρόπο που έκαναν τεστ για τη γρίπη:
“Οι αλλαγές στις πρακτικές εργαστηριακών δοκιμών ως αποτέλεσμα της ανταπόκρισης της δημόσιας υγείας στην… Covid-19… ενδέχεται να επηρεάσουν τη συγκρισιμότητα των δεδομένων με προηγούμενες… εποχές”.
Αυτό που είναι σαφές από αυτό το διάγραμμα είναι ότι η Covid δεν ήταν ιδιαίτερα θανατηφόρα, δεν ήταν χειρότερη από μια κανονική περίοδο γρίπης και σίγουρα ανάξια της πρωτοφανούς προσοχής που έλαβε.
Συμπέρασμα
Συμπερασματικά, είναι ασφαλές να πούμε ότι ο SARS-CoV-2 ήταν “νέος” στις αρχές του 2020, μόνο και μόνο λόγω του απλού γεγονότος ότι τότε ήταν η πρώτη φορά που εντοπίστηκε.
Όχι μόνο η Covid ήταν θεραπεύσιμη, αλλά τουλάχιστον το 50% των ανθρώπων είχε επαρκή ανοσία από ένα προηγούμενο κοινό κρυολόγημα για να αποτρέψει την αξιοσημείωτη ασθένεια. Μπορεί επίσης να ειπωθεί ότι η Covid δεν ήταν ασυνήθιστα θανατηφόρα, καθώς το βάρος της θνησιμότητας ήταν τόσο μεγάλο, όσο μιας κανονικής περιόδου γρίπης.
Η θνησιμότητα από την Covid (όταν προσαρμόστηκε μόνο για έναν από τους πολλούς παράγοντες) κατατάχθηκε ένατη μεταξύ των κορυφαίων αιτιών θανάτου στον Καναδά, την ίδια κατάταξη που κανονικά κατέχουν η γρίπη και η πνευμονία.
Φυσικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο λόγος που οι θάνατοι από Covid ήταν τόσο χαμηλοί, είναι επειδή η κυβέρνηση επέβαλλε lockdown και άλλες μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις, οι οποίες απέτρεψαν μια μεγαλύτερη καταστροφή της Covid.
Είναι αυτό το σημαντικό θέμα που σκοπεύουμε να καλύψουμε στο επόμενο άρθρο μας αυτής της σειράς…