Η μη-επιστήμη των εβδομαδιαίων εκθέσεων Covid του ΠΟΥ
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δούλευε στα τυφλά...
*του Thomas Verduyn*
Το WEU, για όσους δεν το γνωρίζουν, είναι ένα αρκτικόλεξο του όρου “Εβδομαδιαία Επιδημιολογική Ενημέρωση”. Ήταν ο τίτλος που έδωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) στις αναφορές του για την Covid. Ο ΠΟΥ άρχισε να δημιουργεί αυτές τις εβδομαδιαίες εκθέσεις στις 17 Αυγούστου 2020, αφού εγκατέλειψε την ιδέα του για ημερήσιες αναφορές. Συντάχθηκαν 158 πλήρεις εκθέσεις της WEU πριν εξαντληθεί ο ζήλος για το έργο. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε ένα άρθρο στο BMJ, το οποίο σχεδιάστηκε για να παρέχει “μία εις βάθος ανάλυση” της “διαδικασίας, από τη συλλογή των δεδομένων έως τη δημοσίευση, εστιάζοντας στο εύρος, τις τεχνικές λεπτομέρειες, τα κύρια χαρακτηριστικά, τις υποκείμενες μεθόδους, τον αντίκτυπο και τους περιορισμούς” [1]. Αυτό το άρθρο έχει 52 ονόματα στον κατάλογο των συγγραφέων του, 51 από τους οποίους ήταν συνδεδεμένοι με τον ΠΟΥ. Ο εναπομείναντας συγγραφέας ήταν από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins (JHU).
Το άρθρο ξεκινά με ένα “Πλαίσιο περίληψης” που περιέχει πέντε σημεία, με το καθένα να αποτελεί ένα συμπέρασμα που βασίζεται στην ανάλυσή τους για τις εκθέσεις WEU. Επειδή με σεβασμό διαφωνούμε και με τα πέντε σημεία, θεωρήσαμε σκόπιμο να γράψουμε μια επίσημη απάντηση.
Σημείο 1ο:
Η COVID-19 έχει δημιουργήσει μια άνευ προηγουμένου παγκόσμια κρίση υγείας, απαιτώντας έγκαιρες, αξιόπιστες πληροφορίες περί της εξέλιξης της πανδημίας για την ενημέρωση του κοινού και την καθοδήγηση της λήψης αποφάσεων.
Επεκτείνονται σε αυτό στο σώμα του άρθρου λέγοντας:
“Η πανδημία της COVID-19 έχει δημιουργήσει μια άνευ προηγουμένου παγκόσμια κρίση υγείας, με περισσότερα από 770 εκατομμύρια επιβεβαιωμένα κρούσματα και πάνω από 6,9 εκατομμύρια επιβεβαιωμένους θανάτους να έχουν αναφερθεί παγκοσμίως στον ΠΟΥ από την 1η Ιανουαρίου 2020 έως την 1η Σεπτεμβρίου 2023".
Αν και σίγουρα δεν παραπονιόμαστε που ο ΠΟΥ αποφάσισε να παρακολουθήσει μια ασθένεια που δυνητικά στοίχισε 6,9 εκατομμύρια ζωές σε διάστημα 44 μηνών, κάνουμε εξαίρεση όταν την αποκαλούν “παγκόσμια κρίση υγείας χωρίς προηγούμενο”. Η λέξη άνευ προηγουμένου σημαίνει “δεν έχει συμβεί, ούτε υπήρξε ποτέ στο παρελθόν” [2]. Δεν μπορούμε ειλικρινά να δούμε πώς η Covid ήταν μια παγκόσμια κρίση υγείας, πόσο μάλλον άνευ προηγουμένου [3]. Για να είμαστε λεπτομερείς, αποδεικνύουμε ότι δεν υπήρχε τίποτα πρωτοφανές σχετικά με την Covid, επισημαίνοντας μερικά πράγματα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια κάθε κανονικής περιόδου 44 μηνών:
89 δισεκατομμύρια περιπτώσεις λοιμώξεων του αναπνευστικού [4]
2,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί από τον νοροϊό [5]
264 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από μεγάλη ηλικία [6]
37 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από καρκίνο [7] και
5 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα [8]
Ως εκ τούτου, ακόμη και αν λάβουμε σοβαρά υπόψιν τους αριθμούς που μας δίνουν, το μόνο πράγμα που δεν είχε προηγούμενο σε σχέση με την Covid ήταν η ανταπόκριση σε αυτήν. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας σχεδόν ολόκληρος ο κόσμος δεν ήταν κλειδωμένος σε μια μάταιη προσπάθεια να σταματήσει η εξάπλωση μιας ασθένειας. Η “παγκόσμια κρίση” των τελευταίων τεσσάρων ετών δεν ήταν μια ασθένεια του αναπνευστικού, αλλά μια γραφειοκρατική διαταραχή.
Η κρίση ήταν ανθρωπογενής, προκλήθηκε στην ανθρωπότητα από κυβερνήσεις και αξιωματούχους δημόσιας υγείας που επέλεξαν να κλειδώσουν τους ανθρώπους στα σπίτια τους, να τους απαγορεύσουν να κερδίζουν τα προς το ζην, να κλείσουν εκκλησίες, να βάλουν μάσκες στα παιδιά για ώρες κάθε ημέρα, να απαγορεύσουν γάμους και κηδείες, να απομονώσουν τα παιδιά από τους ετοιμοθάνατους γονείς τους, να επιβάλουν πρόστιμα σε ανθρώπους για περπάτημα στο πάρκο και, τέλος, να εξαναγκάσουν τις μάζες να κάνουν ένεση στον ώμο τους ενός μη δοκιμασμένου φαρμακευτικού προϊόντος. Κάθε μία από αυτές τις αποφάσεις ήταν άνευ προηγουμένου και σχεδόν παγκόσμια σε έκταση.
Αυτές οι αντιδράσεις κατέστρεψαν υγιείς επιχειρήσεις, σκότωσαν φτωχά παιδιά, αύξησαν το άγχος, αποδυνάμωσαν το ανοσοποιητικό σύστημα, οδήγησαν πολλούς στο χείλος της παραφροσύνης και γενικά προκάλεσαν περισσότερο όλεθρο και θάνατο από ό,τι θα είχε προκαλέσει ποτέ η Covid. Οι υπερβάλλοντες θάνατοι στις περισσότερες χώρες σε όλο τον κόσμο τα τελευταία τέσσερα χρόνια αποδεικνύουν αυτή την τρομακτική πραγματικότητα [6].
Το γεγονός ότι οι συγγραφείς δεν αναφέρουν ποτέ τίποτα από όλα αυτά, αλλά αντιθέτως αποκαλούν την Covid “πρωτοφανή παγκόσμια κρίση υγείας” αποτελεί ντροπή για τον ιατρικό επαγγελματία. Η κραυγαλέα παράλειψη καθιστά τον ΠΟΥ σοβαρό διεκδικητή του να γίνει ο ίδιος ένα πρωτοφανές παγκόσμιο πρόβλημα. Αν ο ΠΟΥ ανησυχούσε πραγματικά για τη δημόσια υγεία, τότε αντί να παράγει εβδομαδιαίες ενημερώσεις για την παρακολούθηση της Covid, θα έπρεπε να παράγει εβδομαδιαίες ενημερώσεις για την παρακολούθηση της άνευ προηγουμένου ανθρώπινης σφαγής που προκλήθηκε από τα lockdown και τα εμβόλια [9].
Σημείο 2ο:
Η Εβδομαδιαία Επιδημιολογική Ενημέρωση (WEU) του ΠΟΥ για την COVID-19 παρείχε τακτικές, περιεκτικές και έγκυρες αναλύσεις της παγκόσμιας κατάστασης της COVID-19.
Στην πραγματικότητα, οι εκθέσεις WEU δεν ήταν ούτε περιεκτικές, ούτε έγκυρες. Για παράδειγμα, στο Σχήμα 1 του άρθρου τους παρέχουν έξι γραφήματα, καθένα από τα οποία δείχνει περιπτώσεις και θανάτους από την Covid σε διαφορετική περιοχή του κόσμου: Ευρώπη, Αμερική, Μεσόγειος, Ασία, Αφρική και Ειρηνικός. Σημαντικό είναι ότι στην Ευρώπη και την Αμερική υπάρχει σχεδόν πλήρης αποσύνδεση μεταξύ των κρουσμάτων και των θανάτων, ενώ στις άλλες τέσσερις περιοχές οι θάνατοι αυξάνονται και μειώνονται σε συγχρονισμό με τα κρούσματα.
Καθώς είναι αδύνατο για την Covid να έχει αλλάξει τη θνησιμότητά της απλώς περνώντας από τα σύνορα σε μια νέα χώρα, τα γραφήματα είναι απόδειξη ότι τα δεδομένα ήταν κάθε άλλο παρά “περιεκτικά”. Πώς λοιπόν μπορούν να ονομαστούν “έγκυρες αναλύσεις”;
Σημείο 3ο:
Η παραγωγή των WEU περιελάμβανε διάφορα στάδια, τα οποία τυποποιήθηκαν, βελτιώνονταν τακτικά και αυτοματοποιήθηκαν όταν ήταν δυνατόν, για να εξασφαλιστεί η συνέπεια και η ακρίβεια.
Τα βήματα που έλαβε ο ΠΟΥ για τη δημιουργία κάθε WEU μπορεί να εξασφάλισαν συνέπεια, αλλά είναι βέβαιο ότι τα αποτελέσματα δεν ήταν ακριβή. Για παράδειγμα και από τη δική τους μαρτυρία, παραδέχονται τεράστια κενά στα δεδομένα τους:
“Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η πληρότητα των αναφορών διέφερε σημαντικά”.
“Ο αριθμός των χωρών που ανέφεραν στοιχεία για νέες νοσηλείες κυμάνθηκε από 12% έως 41%”.
“Ο αριθμός των χωρών που ανέφεραν στοιχεία για τις εισαγωγές σε ΜΕΘ κυμάνθηκε από 4% έως 17%”.
“Το 11% [των χωρών] ανέφερε εβδομαδιαία νέα δεδομένα νοσηλείας τουλάχιστον στο 80% των αναμενόμενων χρόνων”.
“Το 9% [των χωρών] έκανε το ίδιο για τα νέα δεδομένα εισαγωγής σε ΜΕΘ”.
Επιπλέον, στην τελευταία δημοσιευμένη WEU αναφέρεται:
“Λάβετε υπόψη ότι η απουσία αναφερόμενων δεδομένων από άλλες χώρες στον ΠΟΥ δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εισαγωγές σε νοσοκομείο που σχετίζονται με την COVID-19 σε αυτές τις χώρες. Τα δεδομένα νοσηλείας που παρουσιάζονται είναι προκαταρκτικά και ενδέχεται να αλλάξουν, καθώς γίνονται διαθέσιμα νέα δεδομένα. Επιπλέον, τα δεδομένα νοσηλείας υπόκεινται σε καθυστερήσεις στην αναφορά. Αυτά τα δεδομένα πιθανότατα περιλαμβάνουν επίσης νοσηλείες με τυχαίες περιπτώσεις λοίμωξης από SARS-CoV-2 και εκείνες που οφείλονται στη νόσο COVID-19”. [10]
Επομένως, όχι μόνο παραδέχονται την έλλειψη δεδομένων και τις καθυστερήσεις στην αναφορά, αλλά και το γεγονός ότι τα δεδομένα που έλαβαν μπορεί να είναι ή να μην είναι καθόλου ενδεικτικά της Covid.
Φυσικά, αυτή η έλλειψη δεδομένων είναι απολύτως αναμενόμενη, γιατί συνήθως χρειάζονται πολλοί μήνες ή χρόνια ακόμη και για τεχνολογικά προηγμένες χώρες, όπως ο Καναδάς και οι ΗΠΑ, για να παράγουν καλά δεδομένα [11]. Αυτό που είναι απροσδόκητο, ωστόσο, είναι ότι παρά τις τόσο κραυγαλέες τρύπες στα δεδομένα, ο ΠΟΥ θα ισχυριζόταν ότι οι αναφορές του ήταν ακριβείς. Συνεπείς ίσως, αλλά σίγουρα όχι ακριβείς.
Εάν η πλειονότητα των χωρών δεν ανέφεραν δεδομένα, πώς θα μπορούσε ο ΠΟΥ να δημιουργήσει κάτι έστω και εξ αποστάσεως χρήσιμο; Πράγματι, εάν μόνο το 9% των χωρών ανέφερε τουλάχιστον το 80% των περιπτώσεων εισαγωγής σε ΜΕΘ, πώς μπορεί να ειπωθεί ότι οι εκθέσεις WEU ήταν ακριβείς; Δεν μπορεί και δεν ήταν.
Επιπλέον, αν και δεν λέγεται ρητά, υπάρχει ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο τα παραπάνω αποσπάσματα συζητούν “νοσηλείες και εισαγωγές στη ΜΕΘ” αντί για “περιπτώσεις και θανάτους”. Ο λόγος είναι ότι ο ΠΟΥ χρησιμοποίησε διαφορετικές πηγές για το καθένα. Τα δεδομένα νοσηλείας και εισαγωγών σε ΜΕΘ ελήφθησαν από τις υγειονομικές αρχές, αλλά τα στατιστικά στοιχεία κρουσμάτων και θανάτων εξήχθησαν από “αποθετήρια δεδομένων” (βλ. Σχήμα 5 στο [1]). Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι μόνο το 9% των χωρών ανέφεραν τα δεδομένα τους στον ΠΟΥ, η WEU μπορούσε να αναφέρει κρούσματα και θανάτους στο 100% των χωρών, επειδή τα δεδομένα προέρχονταν από διαφορετική πηγή. Το γεγονός ότι ο ΠΟΥ δεν ισχυρίστηκε καν ότι λάμβανε τα δεδομένα κρουσμάτων και θανάτων του απευθείας από κάθε χώρα, μαρτυρεί ότι χώρες σε όλο τον κόσμο δεν ήταν σε θέση να παράσχουν αυτές τις πληροφορίες.
Εάν οι χώρες δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν δεδομένα κρουσμάτων και θανάτων, από πού άντλησαν αυτές οι πληροφορίες τα αποθετήρια δεδομένων; Η σύντομη και κοφτή απάντηση είναι ότι τα κατασκεύασαν.
Πράγματι, δεν παρέχονται πληροφορίες στο άρθρο τους σχετικά με τα αποθετήρια που χρησιμοποιήθηκαν. Ωστόσο, το προφανές και πρωταρχικό αποθετήριο δεδομένων θα ήταν αυτό που διατηρούσε το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins (θυμηθείτε ότι ένας συγγραφέας αυτής της ανάλυσης των WEU ήταν από το JHU). Με βάση την πρόσφατη μελέτη μας για τον πίνακα ελέγχου του JHU [11], όλα τα στοιχεία υποδηλώνουν έντονα ότι οι αριθμοί κρουσμάτων και θανάτων στο αποθετήριο δεδομένων τους δημιουργήθηκαν κυρίως από προσομοιώσεις σε υπολογιστή και όχι από παρατηρούμενα γεγονότα. Αυτή η ανάλυση των WEU επιβεβαιώνει το συμπέρασμά μας, διότι το ίδιο το γεγονός ότι ο ΠΟΥ δεν έλαβε (και δεν μπορούσε) να λάβει δεδομένα κρουσμάτων και θανάτων απευθείας από κάθε χώρα και το ότι μόνο το 9% έως 11% των χωρών μπορούσαν να αναφέρουν νοσηλείες ή εισαγωγές σε ΜΕΘ, σημαίνουν ότι τα πραγματικά δεδομένα ήταν μη διαθέσιμα.
Ως εκ τούτου, ο ΠΟΥ δεν είχε πρόσβαση σε δεδομένα κρουσμάτων ή θανάτων, πόσο μάλλον σε δεδομένα νοσηλείας ή εισαγωγής σε ΜΕΘ. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι συντάκτες αυτής της ανάλυσης των WEU θα παραμελούσαν να συζητήσουν αυτήν την κρίσιμη πτυχή των δεδομένων τους. Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι παρά αυτά τα κραυγαλέα προβλήματα και τις διάφορες τρύπες, επιμένουν ότι τα δεδομένα τους ήταν ακριβή.
Σημείο 4ο:
Η αντιμετώπιση των επίμονων προκλήσεων που είναι εγγενείς στην παγκόσμια επιτήρηση της COVID-19, πολλές από τις οποίες αναφέρθηκαν από τη WEU, θα απαιτήσει διαρκή διεθνή συνεργασία, δέσμευση και επενδύσεις.
Αυτό που σημαίνει αυτό το τέταρτο σημείο είναι ότι ο ΠΟΥ πιστεύει ότι οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο πρέπει να επενδύσουν περισσότερα χρήματα και χρόνο στη συνεχή τους παρακολούθηση της Covid. Στο σώμα του άρθρου αυτό εξηγείται ως εξής:
“Είναι κρίσιμο οι χώρες να διατηρούν τις βασικές ικανότητες και δραστηριότητες επιτήρησης του SARS-CoV-2, για να ενημερώνουν τα τρέχοντα μέτρα δημόσιας υγείας και να διασφαλίζουν ότι τα μελλοντικά ξεσπάσματα της COVID-19 θα εντοπίζονται γρήγορα, επιτρέποντας την ταχεία δράση για την πρόληψη μεγαλύτερων επιδημιών”.
Υπάρχουν πολλαπλά προβλήματα με αυτή τη δήλωση. Καταρχήν, τα “μέτρα για την υγεία” που είχαν ήδη δοκιμαστεί (lockdown, μάσκες, εμβόλια), εκτός του ότι προκάλεσαν τεράστια οικονομική ζημιά, ψυχικό στρες και θανάτους, δεν κατάφεραν να αλλάξουν την πορεία της Covid. Η αποτυχία των lockdowns έχει αποδειχθεί από εκατοντάδες διαφορετικούς ερευνητές [9]. Και όσον αφορά τα εμβόλια για την Covid, οι ίδιοι οι συγγραφείς παραδέχονται ότι η αποτελεσματικότητα του εμβολίου (VE) μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου:
“Τόσο για την Delta, όσο και για την Omicron… Η VE για μεμονωμένα εμβόλια [μειώθηκε] με την πάροδο του χρόνου για σοβαρή ασθένεια, συμπτωματική νόσο και μόλυνση”.
Αυτό που δεν παραδέχονται, ωστόσο, είναι ότι η αρχικά υψηλή VE και επίσης η επακόλουθη μείωση δεν ήταν τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από ένα μαθηματικό αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο τα εμβολιασμένα άτομα ταξινομήθηκαν ως μη εμβολιασμένα για μια χρονική περίοδο [12]. Σε απλά ελληνικά, οι δόσεις ήταν μια κολοσσιαία αποτυχία στην πρόληψη της Covid [13]. Επιπλέον, οι εμβολιασμοί για την Covid έχουν προκαλέσει έναν άνευ προηγουμένου αριθμό σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων και 17 εκατομμυρίων θανάτων παγκισμίως [14]. Εάν η “ταχεία δράση” που ελήφθη στο παρελθόν απέτυχε να σταματήσει την Covid, τι προτείνεται τότε για να σταματήσουν μελλοντικά ξεσπάσματα;
Δεύτερον, επειδή τα δεδομένα χρειάζονται τόσο πολύ χρόνο για να συλλεχθούν, είναι λειτουργικά αδύνατο να “εντοπίζονται γρήγορα” οι αυξήσεις οποιασδήποτε συγκεκριμένης αναπνευστικής πάθησης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για μια ασθένεια όπως η Covid, της οποίας τα συμπτώματα δεν διακρίνονται από πολλές άλλες ασθένειες του αναπνευστικού [15]. Ούτε θα βοηθήσει να βασιστούμε στη γονιδιωματική αλληλούχιση για την επίλυση του γρίφου. Οι ίδιοι οι συγγραφείς το αποδεικνύουν, επιβεβαιώνοντας ότι:
“Η έγκαιρη κοινοποίηση από τις χώρες των δεδομένων γονιδιωματικής αλληλούχισης ήταν επίσης δύσκολη, λόγω της διάμεσης υστέρησης μεταξύ της συλλογής και της υποβολής των αλληλουχιών του SARS-CoV-2 στο GISAID, πράγμα που ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών, κυμαινόμενη από περίπου 2 εβδομάδες έως και περισσότερους από 9 μήνες”.
Εάν χρειάζονται αρκετοί μήνες για τη μεταφόρτωση των γονιδιωματικών αλληλουχιών στο GISAID, όταν η επιτήρηση θα έχει καθορίσει οτιδήποτε έχει αξία, το ξέσπασμα της ασθενειας, αν υπήρξε ποτέ, θα έχει περάσει εδώ και πολύ καιρό.
Σημείο 5ο:
Η μεθοδολογία και τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την εμπειρία των WEU προσφέρουν ένα προσχέδιο για την ανάπτυξη προϊόντων πληροφόρησης που μπορούν να υποστηρίξουν την απόκριση σε μελλοντικές μεγάλες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης για την υγεία.
Δεδομένου ότι δεν υπήρξε μια σημαντική έκτακτη ανάγκη για την υγεία, είναι αμφίβολο εάν η εμπειρία των WEU μπορεί να υποστηρίξει οποιαδήποτε μελλοντική απάντηση.
Υποστηρίζουμε με σεβασμό ότι η εμπειρία των WEU θα έπρεπε να είχε διδάξει τον ΠΟΥ να είναι πιο προσεκτικός σχετικά με την κήρυξη μιας πανδημίας, γιατί με αυτόν τον τρόπο καταστράφηκαν και χάθηκαν εκατομμύρια ζωές χωρίς αιτία [16, 9]. Θα έπρεπε επίσης να έχει διδάξει στον ΠΟΥ ότι είναι αδύνατο να συλλεχθούν γρήγορα παγκόσμια δεδομένα για μια συγκεκριμένη ασθένεια, ακόμη και σε έναν κόσμο υψηλής τεχνολογίας. Και θα έπρεπε να είχε ενημερώσει τον ΠΟΥ ότι θα πρέπει να γίνουν διαφανείς αναλύσεις κόστους/οφέλους πριν συστηθούν σαρωτικά μέτρα σε έναν ανυποψίαστο κόσμο. Δυστυχώς αυτά τα σημαντικά μαθήματα φαίνεται να έχουν ξεφύγει από τους συγγραφείς.
Το ερώτημα είναι γιατί;